Πολύ συχνά σε βιβλιοφιλικούς (αλλά παραδόξως και μη βιβλιοφιλικούς!) κύκλους η συζήτηση για βιβλία μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε πεδίο εχθρότητας και συγκαλυμμένης υποτίμησης. Και είναι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έννοιες όπως «καλή λογοτεχνία», «μεγάλοι κλασσικοί», «εμπορικότητα», «ευπώλητα», «αναγνωστικές μόδες» εισέρχονται στη κουβέντα. Αποδέκτες τέτοιων σχολίων γίνονται συχνά διάφορες κατηγορίες λογοτεχνικών βιβλίων, όπως για παράδειγμα η ρομαντική λογοτεχνία, η λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και η κατηγορία των feel-good βιβλίων.
Θα μπορούσα να υπερασπίσω κάθε κατηγορία ξεχωριστά, αλλά το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο στα feel-good βιβλία, με αφορμή ένα τυχαίο διαδικτυακό συναπάντημα, το οποίο ενείχε υποτίμηση και χλεύη απέναντι τους, γεγονός που θεωρώ άδικο και ανώφελο. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Τι είναι τα feel-good βιβλία;
Εν συντομία, τα βιβλία που χαρακτηρίζονται ως feel-good (ή εναλλακτικά comfort books) είναι βιβλία που η ανάγνωση τους προκαλεί στον/στην αναγνώστη/τρια αισθήματα γλυκύτητας, τρυφερότητας και συνήθως το τέλος τους αφήνει μια αισιόδοξη νότα. Διαβάζονται εύκολα ακόμα και αν είναι πολυσέλιδα, η γραφή τους είναι απλή και κατανοητή ενώ το κείμενο ρέει.
Τι προσάπτεται στα feel good βιβλία;
Για αυτό το λογοτεχνικό είδος συχνά υπονοείται πως στερείται βάθους, αναπαράγει κλισέ και αφορά μονάχα το αναγνωστικό κοινό που δε γνωρίζει από «καλή λογοτεχνία» – ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Είναι όμως αλήθεια;
Feel good… for a (good) reason!
Στην πραγματικότητα, τα βιβλία αυτού του είδους δε στερούνται ψυχικού βάθους, καθώς συνήθως διαπραγματεύονται καίρια ερωτήματα με τα οποία όλοι/ες λίγο πολύ έχουμε έρθει αντιμέτωποι/ες. Αυτό που διαφέρει ωστόσο, είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένα. Ο τόνος τους συνήθως είναι πιο ανάλαφρος ενώ συχνά οι συγγραφείς μεταχειρίζονται το χιούμορ, την επικαιρότητα, τα λογοπαίγνια κ.α προκειμένου να τους προσδώσουν μια πιο άμεση και καθημερινή χροιά με την οποία το αναγνωστικό κοινό ταυτίζεται πιο άνετα.
Και στη λέξη «άνετα» βρίσκεται ένα κλειδί πολύ σπουδαίο, ιδιαίτερα για τον ψυχισμό μας. Όταν κάποια/ος διαβάζει ένα feel good βιβλίο, οι ψυχικές του άμυνες βρίσκονται κατά βάση σε ηρεμία. Εκ προοιμίου γνωρίζει πως το βιβλίο κινείται στο φάσμα του «αίσιου τέλους», με αποτέλεσμα να αντέχει να συνοδεύει τον/την πρωταγωνιστή/τρια σε όποια δυσκολία και αν συναντήσει στο διάβα του/της.
Όταν οι άμυνες μας δεν είναι ενεργοποιημένες – γεγονός που συμβαίνει συχνά όταν διαβάζουμε πιο «βαριά» και δύσκολα βιβλία- είμαστε πιο δεκτικοί στα μηνύματα που το βιβλίο προσπαθεί να περάσει, με αποτέλεσμα αυτά να βρίσκουν πιο άμεσα το στόχο τους σε νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο. Και στα feel good βιβλία υπάρχουν πολλά αξιοσημείωτα μηνύματα. Τα θέματα που διαπραγματεύονται συχνά φωτίζουν ζητήματα όπως ψυχική υγεία, κοινωνική απομόνωση και μοναξιά, χαμηλή αυτοεκτίμηση, απόγνωση ή ακόμη και αίσθημα παραίτησης .
Επιπλέον, οι ήρωες/ίδες των feel good βιβλίων έχουν ένα κοινό γνώρισμα: δε τα παρατούν, ακόμα και αν αυτό είναι που θέλουν περισσότερο από όλα. Στην προσπάθεια να ανταπεξέλθουν χρησιμοποιούν μια πληθώρα συμπεριφορών και στρατηγικών, και όχι πάντα επιτυχημένων. Τα λάθη τους είναι ιδωμένα ως ευκαιρίες, τα παθήματα τους εκτός από επίπονα είναι και κάπως αστεία και μερικές φορές η συγκυρία παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Όλα αυτά δίνουν μια πιο θετική οπτική απέναντι στη ζωή και τις δυσκολίες της, στρέφοντας τον προβολέα της αφήγησης από το ζόφο στην αισιοδοξία.
Ενδεχομένως, αυτό να είναι που γεννά και την επίκριση ως προς το «κλισέ» περιεχόμενο τους. Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρετικά καλογραμμένα feel-good βιβλία που οι διαπιστώσεις των πρωταγωνιστικών προσώπων έρχονται μετά από αρκετή νοητική και βιωματική επεξεργασία των όσων τους συνέβησαν, με αποτέλεσμα αυτά τα συμπεράσματα να βγάζουν νόημα στην/στον αναγνώστρια/η. Ποιος είπε πως τα κλισέ δεν ενέχουν αλήθεια και δεν είναι χρήσιμα; Το ζήτημα είναι αυτές οι κοινότυπες -ενδεχομένως- τοποθετήσεις να είναι απαύγασμα της προσωπικής ιστορίας του καθενός/μιας και όχι απλώς τσιτάτα τα οποία αναπαράγονται αυτούσια προκειμένου να συγκαλύψουν και να αποκρούσουν βαθύτερα ζητήματα που χρήζουν επεξεργασίας.
Κλείνοντας, θα ήταν χρήσιμο να ειπωθεί πως η επίκριση σχετικά με τις αναγνωστικές επιλογές είναι μια εντελώς ανούσια και ανώφελη στάση. Κάθε αναγνώστρια/ης έχει δικαίωμα να απολαμβάνει ή να απορρίπτει διαφορετικά είδη λογοτεχνίας, να διαβάζει -φευ!- περισσότερα από ένα, να εκφέρει γνώμη για τα διαβάσματα του και να συμμετέχει ισότιμα σε συζητήσεις. Ο ελιτισμός είναι επιζήμιος για την αναγνωστική απόλαυση, τόσο για το πρόσωπο που τον εκφράζει όσο και για το πρόσωπο που τον δέχεται. Ο μεν γιατί μπορεί να χάνει σπουδαίες λογοτεχνικές συγκινήσεις και ο δε γιατί ντρέπεται για αυτές που συναντά στις λογοτεχνικές επιλογές του.
Αν διαβάζετε feel – good βιβλία, συγχαρητήρια! Εννοείται πως είστε και εσείς ένας/μια πολύτιμος/η αναγνώστης/τρια!
(Η ερώτηση που αποτελεί τίτλο του άρθρου μου τέθηκε στην πραγματικότητα, από ένα άτομο που αναρωτιόταν αν η ανάγνωση feel good βιβλίων το κατατάσσει στην κατηγορία των αναγνωστών. Αγαπητέ μου τώρα ξέρεις!)