Για αναγνώστες/τριες που θεωρούν την ανάγνωση των βιβλίων σημαντικό και κομβικό κομμάτι της καθημερινότητας τους, το να περιπέσουν σε μια κατάσταση που νιώθουν δυσφορία ή αποστροφή προς τα βιβλία είναι ένα γεγονός που γεννά – τουλάχιστον- προβληματισμό. Τι είναι αυτό που συμβαίνει και η αναγνωστική διαδικασία μετατρέπεται ξαφνικά από ευχάριστη σε απογοητευτική;
Στην πραγματικότητα, πολύ πρόσφατα αντιμετώπισα και η ίδια αυτή τη δυσκολία, γεγονός που με ξάφνιασε, αφού η ανάγνωση βιβλίων αποτελεί για εμένα καταφύγιο. Ψάχνοντας να καταλάβω καλύτερα αυτή τη στασιμότητα έπεσα πάνω σε αυτό το άρθρο, το οποίο επεξηγεί τι είναι το αναγνωστικό τέλμα (reading slump) και τι μπορεί να γίνει ώστε να υπάρξει αναγνωστική ανάκαμψη.
Το άρθρο λοιπόν αναφέρεται στο reading slump ως μια συνθήκη κατά την οποία ο αναγνώστης/τρια δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην αναγνωστική διαδικασία ή παρουσιάζει ακόμη και μια συλλήβδην αποστροφή προς τα βιβλία. Ακόμα και αν προσπαθεί να συνεχίσει το διάβασμα, φαίνεται σαν να μην μπορεί να συνδεθεί με το περιεχόμενο των όσων διαβάζει ή ακόμη και να δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί για τη βασική κατανόηση που απαιτείται.
Για τους/ τις βιβλιοφάγους της παρέας ακούγεται τρομακτικό, έτσι δεν είναι;
Γιατί μπορεί να συμβεί αυτό; Το άρθρο παρουσιάζει μια πληθώρα λόγων όπως η υπερεντατική ανάγνωση βιβλίων, η ανάγνωση βιβλίων που στην πραγματικότητα δεν άπτονται αμιγώς των αναγνωστικών ενδιαφερόντων, η επαναληψιμότητα στο λογοτεχνικό είδος και φυσικά η βεβαρυμμένη καθημερινότητα με την οποία συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι και δεν μας αφήνει νοητικό περιθώριο. Πράγματι, όλα αυτά είναι παράγοντες που μπορεί να μας κάνουν να χάσουμε το λογοτεχνικό μας ενδιαφέρον.
Σκεπτόμενη και άλλες συνθήκες που λειτουργούν αποθαρρυντικά είναι πιθανό τα βιβλία που έχουμε συλλέξει στη βιβλιοθήκη μας να μη μας κινούν το ενδιαφέρον και έτσι κάθε απόπειρα να διαβάσουμε κάτι από τα αδιάβαστα μας να καταλήγει σε αποτυχία, κάνοντας μας να σκεφτούμε πως έχουμε χάσει συνολικά τη θέληση. Ενδεχομένως, και η ανάγνωση ενός εξαιρετικά καλού βιβλίου να μας οδηγήσει σε αυτή την αίσθηση, καθώς αυτή η εμπειρία κάνει κάθε επόμενο βιβλίο να φαντάζει «λίγο» στη σύγκριση.
Πώς μπορούμε να βγούμε από αυτό; Επιστρέφοντας στο άρθρο προτείνονται διάφορες μέθοδοι τις οποίες μπορούμε να δοκιμάσουμε και να δούμε αν λειτουργούν παρακινητικά. Ως τρόποι διαχείρισης λοιπόν προτείνονται, μεταξύ άλλων, το διάλειμμα από την αναγνωστική διαδικασία και η ενασχόληση με εναλλακτικές δραστηριότητες, η επιλογή ενός παλιότερου αγαπημένου βιβλίου, ενός βιβλίου μικρότερου μεγέθους ή ενός βιβλίου που μας έχει κινήσει το ενδιαφέρον. Επίσης, το να ακολουθούμε έναν χαμηλότερο αναγνωστικό ρυθμό μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά.
Με αφορμή την τελευταία πρόταση του άρθρου ως προς τον αναγνωστικό ρυθμό, σκέφτομαι πως δυστυχώς στο σήμερα, όπως αυτό τείνει να διαμορφώνεται, οι «γρήγοροι ρυθμοί» αποτελούν την κανονικότητα και η ανταπόκριση σε αυτούς θεωρείται θεμιτή και ιδανική. Ωστόσο, αυτή η νοοτροπία ενδεχομένως να λειτουργεί επιζήμια στην αναγνωστική διαδικασία, καθώς από τη φύση της απαιτεί χρόνο και μόχθο, νοητικό αλλά και συναισθηματικό, ο οποίος δεν μπορεί να επισπευθεί.
Επιπλέον, η πληθώρα των “must read” βιβλίων που παρουσιάζονται σε όλα τα διαδικτυακά κανάλια ενδεχομένως να γεννά μια αίσθηση επιθυμίας να μη μείνουμε «πίσω», με αποτέλεσμα να τρέχουμε τελικά πίσω από τα βιβλία, προσπαθώντας να γίνουμε και εμείς κοινωνοί της ευαγγελιζόμενης αναγνωστικής απόλαυσης. Παραδόξως, με αυτόν τον τρόπο ίσως να καταλήγουμε και να την υποσκάπτουμε, αποκομίζοντας μια αίσθηση απογοήτευσης και αποτυχίας που λειτουργεί απωθητικά για την αναγνωστική διαδικασία.
Συχνά και εμείς οι ίδιοι/ες θέτουμε αναγνωστικούς στόχους, οι οποίοι ενδεχομένως να λειτουργούν ψυχοπιεστικά όταν δε φαίνεται να επιτυγχάνονται. Αυτοί οι στόχοι μπορεί να είναι αριθμητικοί, μπορεί να αφορούν εξοικείωση με είδη βιβλίων που ίσως και να μη μας ταιριάζουν τελικά ή την διατήρηση ενός αναγνωστικού ρυθμού στα πλαίσια των συναναγνώσεων ή των λεσχών. Όλες αυτές οι συνθήκες μπορεί να διαταράξουν την προσωπική μας σχέση με την ανάγνωση και τη λογοτεχνία, καθώς φαίνεται να μην συμπεριλαμβάνουν τα προσωπικά μας (αναγνωστικά) όρια και ρυθμούς.
Οπότε, μια άλλη πρόταση σχετικά με το πώς να βγούμε από το reading slump, αφορά την αναγνωστική μας…. αυτογνωσία, διαδικασία που σίγουρα χρειάζεται μια παύση και έναν αναστοχασμό. Ποια βιβλία προτιμάμε να διαβάζουμε στην πραγματικότητα; Πόσος χρόνος μας χρειάζεται -ρεαλιστικά- για να κατανοήσουμε σε βάθος ένα βιβλίο; Μας ταιριάζουν όλα τα βιβλία που βρίσκονται στη βιβλιοθήκη μας ή χρειάζεται να κάνουμε ένα γενναίο ξεκαθάρισμα; Με ποια κριτήρια αγοράζουμε βιβλία και τι οδήγησε σε αυτή την αταίριαστη συλλογή; Τι κάνουμε με ένα βιβλίο όταν, μεσούσης της ανάγνωσης, διαπιστώνουμε ότι δε μας ελκύει και πώς μας κάνει αυτό να νιώθουμε; Ίσως αποκτώντας μια καλή γνώση πάνω στην αναγνωστική μας ταυτότητα, τα slump μας να διαρκούν λιγότερο, να γίνονται απολύτως συνειδητά και να μη μας γεννούν φόβο ή ενοχή όταν συμβαίνουν.
Το δικό μου αναγνωστικό τέλμα – μη αποτελώντας εξαίρεση- είχε κάποια από αυτά τα στοιχεία, και όπως κάθε τέλμα στη ζωή δεν ήταν ευχάριστο. Παρόλα αυτά, ήταν η στασιμότητα που έδωσε το περιθώριο της ανασκόπησης αλλά και την ευκαιρία τα ευρήματα της να ανασυνθέσουν έναν εαυτό πιο ταιριαστό στις συνθήκες της ζωής, όπως αυτές διαμορφώνονται στο σήμερα.
Και ίσως, εδώ που τα λέμε, η κάθε είδους στασιμότητα να αποτελεί την ευγενική υπενθύμιση για επιστροφή στον αυθεντικό (αναγνωστικό ή όχι) εαυτό μας.